- επίπροσθεν
- ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν]επίρρ.1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.)2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.)3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς», Ευρ.β. «τὰ ἐπίπροσθεν αὐτῶν... τάξαντες αὐτὰ ἐπίπροσθεν ποιησόμεθα», Πλάτ.)4. φρ. «ἐπίπροσθεν ποιοῡμαί τι» — τοποθετώ μπροστά μου, μένω πίσω για να καλύπτομαι5. φρ. «ἐπίπροσθεν γίγνομαι» — εμποδίζω, γίνομαι εμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.